- δύσαγνος
- δύσαγνος, -ον (Α)ακάθαρτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δύσαγνος — unchaste masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσαγνον — δύσαγνος unchaste masc/fem acc sg δύσαγνος unchaste neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσάγνοις — δύσαγνος unchaste masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσ- — αρχαίο αχώριστο πρόθεμα (πρβλ. αρχ. ινδ. dus , dur , αβ. duš, duž, γοτθ. tuz werjan «αμφιβάλλω», αγγλοσαξ. tor , αρχ. άνω γερμ. zur, αρχ. ιρλ. du , do , αρμ. t ) που ανάγεται σε IE *dus «κακό» (βλ. λ. δεύομαι). Το πρόθεμα με αρχική σημασία «κακό» … Dictionary of Greek